καλοδουλευτής

καλοδουλευτής
ο
ο πολύ ικανός στην εργασία του, ο δουλευτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοδουλευτής — ο αυτός που εργάζεται καλά: Τον παίρνω να μου σκάψει το αμπέλι μου, γιατί ναι καλοδουλευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοδούλευτος — η, ο 1. ο καλά κατεργασμένος 2. αυτός που κατεργάζεται, που δουλεύεται εύκολα 3. ο καλοδουλευτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”